ξεπλανεύω

ξεπλανεύω
μετ. обманывать; обольщать, соблазнять, совращать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξεπλανεύω" в других словарях:

  • ξεπλανεύω — αποπλανώ, διαφθείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπλανώ + κατάλ. εύω] …   Dictionary of Greek

  • ξεπλανεύω — ξεπλάνεψα, ξεπλανεύτηκα, ξεπλανεμένος, πλανώ, αποπλανώ, ξεγελώ, εξαπατώ, παρασύρω, διαφθείρω: Ξεπλανεύουν τα άπειρα κορίτσια με χίλιες υποσχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπλανώ — ξεπλανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πλανῶ (αόρ. ἐξ επλάνησα) βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 …   Dictionary of Greek

  • ξεπλάνεμα — το [ξεπλανεύω] αποπλάνηση, παραπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • αποπλανώ — ησα, ήθηκα, ημένος, παρασύρω, ξεπλανεύω, ξεμυαλίζω, διαφθείρω: Η κατηγορία ήταν ότι είχε αποπλανήσει ανήλικο κορίτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»